αεριοβόλος

αεριοβόλος
-ο
1. (για συσκευές ή μηχανήματα) αυτός που εκτοξεύει αέρια
συχνά χρησιμοποιείται η λ. αντί τού χαρακτηρισμού αεροβόλος*
2. το ουδ. ως ουσ. το αεριοβόλο
όπλο που χρησιμοποιεί αέριο αντί αέρα για την εκτόξευση τού βλήματος (βλ. αεροβόλο όπλο).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αέριος — (4oς αι. μ.Χ.).Αιρετικός, φίλος του Ευσταθίου, τον οποίο αργότερα κατασυκοφάντησε με αφορμή τη χειροτονία του σε μητροπολίτη. Ο Α., προφανώς εξαιτίας του φθόνου του για τον Ευστάθιο, δίδασκε ότι το αξίωμα του επισκόπου είναι περιττό και,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”