- αεριοβόλος
- -ο1. (για συσκευές ή μηχανήματα) αυτός που εκτοξεύει αέριασυχνά χρησιμοποιείται η λ. αντί τού χαρακτηρισμού αεροβόλος*2. το ουδ. ως ουσ. το αεριοβόλοόπλο που χρησιμοποιεί αέριο αντί αέρα για την εκτόξευση τού βλήματος (βλ. αεροβόλο όπλο).
Dictionary of Greek. 2013.